- παλιώνω
- πάλιωσα1. μτβ., κάνω κάτι παλιό με τη χρήση.2. αμτβ., γίνομαι παλιός: Πάλιωσε το σακάκι μου. Ουσ. πάλιωμα, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλιώνω — παλιώνω, πάλιωσα, παλιωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παλιώνω — και παλαιώνω (ΑΜ παλαιῶ, όω) [παλιός / παλαιός] καθιστώ κάτι παλιό νεοελλ. 1. γίνομαι παλιός 2. φθείρομαι από την πολλή χρήση ή από τον χρόνο («πάλιωσαν τα παπούτσια μου») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπαλαιωμένος, η, ο αυτός που ίσχυσε στο παρελθόν … Dictionary of Greek
απαρχαιώνω — παθητ. απαρχαιώνομαι (Α ἀπαρχαιοῡμαι, όομαι) μέσ. (ιδίως η μτχ. απη ή απαρχαιωμένος) παλιώνω, αχρηστεύομαι νεοελλ. κάνω κάτι να φαίνεται σαν αρχαίο … Dictionary of Greek
εγκαταγηράσκω — ἐγκαταγηράσκω (Α) 1. γερνώ μέσα στη φτώχεια ή τη δυστυχία κ.λπ. 2. παλιώνω … Dictionary of Greek
εωλίζω — ἑωλίζω (Α) [ἕωλος] 1. αφήνω κάτι να γίνει παλιό, μπαγιάτικο, να υπάρχει πολύ καιρό 2. (με καλή σημ.) είναι δυνατό να διατηρηθώ ώς την επόμενη μέρα 3. παθ. ἑωλίζομαι είμαι ή γίνομαι έωλος, παλιώνω, μπαγιατεύω … Dictionary of Greek
κατασκιρ(ρ)ούμαι — κατασκιρ(ρ)οῡμαι, όομαι (Α) γίνομαι σκληρός, ξεραίνομαι, παλιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκιρ(ρ)οῦμαι «σκληραίνω» (< σκῑρ(ρ)ος «ακαλλιέργητη γη, γύψος»)] … Dictionary of Greek
μπαγιατεύω — και μπαγιατιάζω 1. (για τρόφιμα) καθίσταμαι μπαγιάτικος, χάνω τη φρεσκάδα μου («πέταξε το ψωμί γιατί μπαγιάτεψε») 2. (κατ επέκτ.) παλιώνω (α. «αισθήματα που έχουν πια μπαγιατέψει» β. «μπαγιάτεψ η αγάπη μας και να βρω θέλω μι άλλη», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
πάλιωμα — το [παλιώνω] η φθορά από την πολύχρονη χρήση … Dictionary of Greek
παλαιώ — παλαιῶ, άω (ΑΜ) βλ. παλιώνω … Dictionary of Greek
παλαιώνω — βλ. παλιώνω … Dictionary of Greek